πνευματόρρους

πνευματόρρους
-ουν και -οος, -οον, Α
αυτός που ρέει με ρεύματα αέρα
2. αυτός που διαρρέεται, που έναι γεμάτος από ρεύματα αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῡμα, -ατος + -ρροος / -ρρους (< ῥέω), πρβλ. ιχθυό-ρρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνευματόρρουν — πνευματόρρους masc/fem acc sg πνευματόρρους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”